άρχω

άρχω
(AM ἄρχω)
1. κυβερνώ, εξουσιάζω
2. παθ. (-ομαι) κυβερνώμαι, διοικούμαι, είμαι υπήκοος
νεοελλ.
φρ. «άρχεται η συνεδρίαση» — αρχίζει η συνεδρίαση
αρχ.
(μέσ., -ομαι)
1. βρίσκομαι στην αρχή
2. κάνω την αρχή, αρχίζω κάτι
3. (το αρσ. της μετοχής του ενεστ. ως ουσ.) βλ. άρχοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με τον τ. όρχαμος παραμένει αμφίβολη, ενώ κατ' άλλους πιθ. < *mrghō «είμαι ο πρώτος». Επίσης, ο συσχετισμός του άρχω ως «κυβερνώ, είμαι πρώτος», με λατ. rigeō, rigidus, rigor, αρχ. σλαβ rogŭ, λιθ. rāgas, λεττιτ. rags, αρχ. πρωσσ. ragis, μσν. άνω γερμ. regen «ανέρχομαι, είμαι σταθερός» δεν είναι ικανοποιητικός. Το ρ. άρχω απαντά ευρύτατα σε όλη τη διάρκεια της ελληνικής γραμματείας από τον Όμηρο και εξής με αρχική πιθ. σημασία «βαδίζω πρώτος, κάνω τον πρώτο, παίρνω την πρωτοβουλία να..., αρχίζω», ενώ μεταγενέστερες θεωρούνται οι σημασίες «διοικώ» (γνωστή ήδη από τον Όμηρο) και «είμαι άρχοντας» (αττική διάλεκτος). Τέλος, από την έννοια «παίρνω την πρωτοβουλία» προέκυψε πιθ. αυτή του «είμαι αρχηγός», είτε από την άποψη ότι κάνω την πρώτη κίνηση (πρβλ. θρησκευτικές χρήσεις του ρ. καθώς και αυτές στη μουσική και στον χορό) είτε ότι βαδίζω πρώτος.
ΠΑΡ. αρχή, αρχός, άρχων (-οντας).
ΣΥΝΘ. εξάρχω, συνάρχω, υπάρχω
αρχ.
απάρχω, διάρχω, ενάρχω κατάρχω, προάρχω
αρχ.-μσν.
επάρχω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἄρχω — to be first pres subj act 1st sg ἄρχω to be first pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχῷ — ἀρχός leader masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρξαι — ἄρχω to be first perf ind mp 2nd sg (doric ionic aeolic) ἄρχω to be first aor imperat mid 2nd sg ἄρχω to be first aor inf act ἄρξαῑ , ἄρχω to be first aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρχον — ἄρχω to be first pres part act masc voc sg ἄρχω to be first pres part act neut nom/voc/acc sg ἄρχω to be first imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἄρχω to be first imperf ind act 1st sg (homeric ionic) ἄρχων ruler masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἤρχθην — ἄρχω to be first plup ind mp 3rd dual ἄρχω to be first plup ind mp 3rd dual (attic epic ionic) ἄρχω to be first aor ind pass 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἄρχω to be first aor ind pass 1st sg (attic epic ionic) ἔργνυμι aor ind pass 3rd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρξασθε — ἄρχω to be first aor imperat mid 2nd pl ἄ̱ρξασθε , ἄρχω to be first aor ind mid 2nd pl (doric aeolic) ἄρχω to be first aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρξει — ἄρχω to be first aor subj act 3rd sg (epic) ἄρχω to be first fut ind mid 2nd sg ἄρχω to be first fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρξον — ἄρχω to be first aor imperat act 2nd sg ἄρχω to be first fut part act masc voc sg ἄρχω to be first fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρξουσι — ἄρχω to be first aor subj act 3rd pl (epic) ἄρχω to be first fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἄρχω to be first fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρξουσιν — ἄρχω to be first aor subj act 3rd pl (epic) ἄρχω to be first fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἄρχω to be first fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”